Το διάβασα στην Καθημερινή της Κυριακής(16/03/2008). Ένα άρθρο της Μαρίας Κατσουνάκη (στήλη "Αναγνώσεις"). Το βρίσκεις εδώ.
Tης Μαριας Κατσουνακη
Είχε ταξιδέψει πάνω από 10 ώρες για να φτάσει στη Θεσσαλονίκη από τη Ν. Υόρκη ο νεαρός Αμερικανός σκηνοθέτης, προσκεκλημένος του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Ηρθε απευθείας από το αεροδρόμιο στα γραφεία της διοργάνωσης, για να πάρει τη διαπίστευσή του και να τακτοποιήσει τα σχετικά με τη διαμονή του και την προβολή της ταινίας του. Ευγενέστατος, υπομονετικός, απολύτως συνεργάσιμος και αυτάρκης. Δεν απαιτούσε να εξυπηρετηθεί, δεν διαμαρτυρήθηκε όταν διαπίστωσε κάποια αλλαγή στον προγραμματισμό (ως προς την ώρα και την αίθουσα) ζήτησε απλώς να τον διευκολύνουν με μια λίστα δημοσιογράφων ώστε να τους ενημερώσει – προσωπικά. Λίγα λεπτά αργότερα καταφθάνει Ελληνας συνάδελφός του. Το ύφος του δήλωνε εξαρχής: είμαι εδώ, σταματήστε ό,τι κάνετε και ασχοληθείτε μαζί μου. Γκρίνιαξε (ούτως ή άλλως), σχολίασε, επέπληξε και αποχώρησε δυσαρεστημένος.
Η σκηνή θα μπορούσε να έχει επαναληφθεί και με τη συμμετοχή άλλων επαγγελματικών κλάδων, σε ίδιους ή παρεμφερείς ρόλους. Κάποιος ξένος επισκέπτης με ίδιες (ή και περισσότερες) περγαμηνές με τους Ελληνες ομότεχνούς του που δεν θα υπερχειλίζει από καχυποψία, επιθετικότητα και –αναιτιολόγητο– αίσθημα ανωτερότητας. Το «εγώ» του θα χωράει και στα λίγα τετραγωνικά ενός δωματίου δεύτερης κατηγορίας, δεν θα κρίνεται η ύπαρξή του από τον όγκο των δημοσιευμάτων, το status του δεν θα απειλείται από μυστικές συνωμοσίες και εξωγενείς παράγοντες. Η δημοσιογράφος Μικέλα Χαρτουλάρη (που μαζί με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη παρουσιάζουν στην ΕΤ1 την εκπομπή «Οι κεραίες της εποχής μας», συναντώντας ορισμένους από τους σημαντικότερους και δημοφιλέστερους συγγραφείς) δήλωσε πρόσφατα στην «Κ» μεταφέροντας την εμπειρία της από τις επαφές της: «Δεν έχουν μανιέρα, δεν έχουν συμπλέγματα, δεν έχουν αλαζονεία, εκτίθενται και δεν πολιτεύονται. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν κάτι να πουν. Εχουν άποψη και γνώση όχι μόνο για την τέχνη τους αλλά και για την πολιτική, την ιστορία, την κουλτούρα. Αν έπρεπε να τους συγκρίνω με Ελληνες, θα έλεγα ότι κινούνται σε ένα πολύ ευρύτερο πεδίο, όχι γιατί είναι ξένοι και χειρίζονται μια μεγάλη γλώσσα, αλλά επειδή είναι προσωπικότητες πολύ μεγαλύτερου βεληνεκούς». Ο Αμος Οζ, ο Ζοζέ Σαραμάγκου, ο Τζον Μπάνβιλ, ο Ιαν ΜακΓιούαν, ο Κάρλος Φουέντες... «Κανείς δεν ήταν βεντέτα, κανείς δεν ήταν στρυφνός, ήταν όλοι προσηνείς», προσθέτει ο Ανταίος Χρυσοστομίδης.
Η επαφή με τον κόσμο της ελληνικής τέχνης και διανόησης μπορεί να είναι πολύ πυκνή, άνετη και γενναιόδωρη όσο και αυτοαναφορική, ασφυκτικά φορμαλιστική, τραυματική. Ο αυτοσαρκασμός και το χιούμορ σπανίζουν, ενώ περισσεύουν η βαρύγδουπη και σοβαροφανής άσκηση ύφους.
Από το ’80 και μετά η ελληνική κοινωνία κάλπασε αναπτυξιακά, αντλώντας, σε μεγάλο βαθμό, από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις αλλά και τους παραποτάμους της παραοικονομίας. Ο αιφνίδιος πλουτισμός και η εκτόξευση σε άλλα ήθη και έθιμα (συμπεριφοράς και κατανάλωσης) δημιούργησε ένα γκροτέσκο μόρφωμα με κοινά επιθετικά χαρακτηριστικά. Ο «εκδημοκρατισμός» των Παρτάγκας και των Καγιέν (με την «άνοιξη» του χρηματιστηρίου) ευθύνεται εν πολλοίς για τις μετέπειτα ανισόρροπες στατιστικές: Η Ενωση Εισαγωγέων Αυτοκινήτων αναφέρει ότι τα τελευταία τρία χρόνια η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα στην Κοινότητα σε εισαγωγές 4Χ4 κατ’ αναλογία πληθυσμού. Ανάπτυξη ψευδεπίγραφη χωρίς υποδομές σε ένα κράτος άναρχο και, επί της ουσίας, ακυβέρνητο.
Η πνευματική εργασία θαυμάζεται και λοιδορείται (αν δεν αγνοείται) με την ίδια θέρμη, καλλιτέχνες, συγγραφείς, δημιουργοί, επιστήμονες στριμώχνονται μέσα σε ένα αναξιοκρατικό σύστημα, εσωστρεφές, που αναγνωρίζει τον κοσμοπολιτισμό στη φίρμα των ρούχων και στις εξωτικές συνήθειες. Αποκλεισμένοι σε ένα φαντασιακό αυτοτροφοδοτούμενο, αναζητούν θεσμική αναγνώριση και δημόσια επιβεβαίωση σε μια κοινωνία που αδιαφορεί επιδεικτικά για ό,τι κατακτάται με κόπο και προσπερνά ό,τι δεν κάνει θόρυβο.
Η διαπίστευση για τον Ελληνα σκηνοθέτη είναι μέρος της ταυτότητάς του, οι ώρες προβολής της ταινίας του, η επιβεβαίωση της δουλειάς του. Για τον Αμερικανό συνάδελφό του είναι απλώς το κέρδος της συμμετοχής.
Το «εγώ» που δεν βολεύεται
Tης Μαριας Κατσουνακη
Είχε ταξιδέψει πάνω από 10 ώρες για να φτάσει στη Θεσσαλονίκη από τη Ν. Υόρκη ο νεαρός Αμερικανός σκηνοθέτης, προσκεκλημένος του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Ηρθε απευθείας από το αεροδρόμιο στα γραφεία της διοργάνωσης, για να πάρει τη διαπίστευσή του και να τακτοποιήσει τα σχετικά με τη διαμονή του και την προβολή της ταινίας του. Ευγενέστατος, υπομονετικός, απολύτως συνεργάσιμος και αυτάρκης. Δεν απαιτούσε να εξυπηρετηθεί, δεν διαμαρτυρήθηκε όταν διαπίστωσε κάποια αλλαγή στον προγραμματισμό (ως προς την ώρα και την αίθουσα) ζήτησε απλώς να τον διευκολύνουν με μια λίστα δημοσιογράφων ώστε να τους ενημερώσει – προσωπικά. Λίγα λεπτά αργότερα καταφθάνει Ελληνας συνάδελφός του. Το ύφος του δήλωνε εξαρχής: είμαι εδώ, σταματήστε ό,τι κάνετε και ασχοληθείτε μαζί μου. Γκρίνιαξε (ούτως ή άλλως), σχολίασε, επέπληξε και αποχώρησε δυσαρεστημένος.
Η σκηνή θα μπορούσε να έχει επαναληφθεί και με τη συμμετοχή άλλων επαγγελματικών κλάδων, σε ίδιους ή παρεμφερείς ρόλους. Κάποιος ξένος επισκέπτης με ίδιες (ή και περισσότερες) περγαμηνές με τους Ελληνες ομότεχνούς του που δεν θα υπερχειλίζει από καχυποψία, επιθετικότητα και –αναιτιολόγητο– αίσθημα ανωτερότητας. Το «εγώ» του θα χωράει και στα λίγα τετραγωνικά ενός δωματίου δεύτερης κατηγορίας, δεν θα κρίνεται η ύπαρξή του από τον όγκο των δημοσιευμάτων, το status του δεν θα απειλείται από μυστικές συνωμοσίες και εξωγενείς παράγοντες. Η δημοσιογράφος Μικέλα Χαρτουλάρη (που μαζί με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη παρουσιάζουν στην ΕΤ1 την εκπομπή «Οι κεραίες της εποχής μας», συναντώντας ορισμένους από τους σημαντικότερους και δημοφιλέστερους συγγραφείς) δήλωσε πρόσφατα στην «Κ» μεταφέροντας την εμπειρία της από τις επαφές της: «Δεν έχουν μανιέρα, δεν έχουν συμπλέγματα, δεν έχουν αλαζονεία, εκτίθενται και δεν πολιτεύονται. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν κάτι να πουν. Εχουν άποψη και γνώση όχι μόνο για την τέχνη τους αλλά και για την πολιτική, την ιστορία, την κουλτούρα. Αν έπρεπε να τους συγκρίνω με Ελληνες, θα έλεγα ότι κινούνται σε ένα πολύ ευρύτερο πεδίο, όχι γιατί είναι ξένοι και χειρίζονται μια μεγάλη γλώσσα, αλλά επειδή είναι προσωπικότητες πολύ μεγαλύτερου βεληνεκούς». Ο Αμος Οζ, ο Ζοζέ Σαραμάγκου, ο Τζον Μπάνβιλ, ο Ιαν ΜακΓιούαν, ο Κάρλος Φουέντες... «Κανείς δεν ήταν βεντέτα, κανείς δεν ήταν στρυφνός, ήταν όλοι προσηνείς», προσθέτει ο Ανταίος Χρυσοστομίδης.
Η επαφή με τον κόσμο της ελληνικής τέχνης και διανόησης μπορεί να είναι πολύ πυκνή, άνετη και γενναιόδωρη όσο και αυτοαναφορική, ασφυκτικά φορμαλιστική, τραυματική. Ο αυτοσαρκασμός και το χιούμορ σπανίζουν, ενώ περισσεύουν η βαρύγδουπη και σοβαροφανής άσκηση ύφους.
Από το ’80 και μετά η ελληνική κοινωνία κάλπασε αναπτυξιακά, αντλώντας, σε μεγάλο βαθμό, από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις αλλά και τους παραποτάμους της παραοικονομίας. Ο αιφνίδιος πλουτισμός και η εκτόξευση σε άλλα ήθη και έθιμα (συμπεριφοράς και κατανάλωσης) δημιούργησε ένα γκροτέσκο μόρφωμα με κοινά επιθετικά χαρακτηριστικά. Ο «εκδημοκρατισμός» των Παρτάγκας και των Καγιέν (με την «άνοιξη» του χρηματιστηρίου) ευθύνεται εν πολλοίς για τις μετέπειτα ανισόρροπες στατιστικές: Η Ενωση Εισαγωγέων Αυτοκινήτων αναφέρει ότι τα τελευταία τρία χρόνια η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα στην Κοινότητα σε εισαγωγές 4Χ4 κατ’ αναλογία πληθυσμού. Ανάπτυξη ψευδεπίγραφη χωρίς υποδομές σε ένα κράτος άναρχο και, επί της ουσίας, ακυβέρνητο.
Η πνευματική εργασία θαυμάζεται και λοιδορείται (αν δεν αγνοείται) με την ίδια θέρμη, καλλιτέχνες, συγγραφείς, δημιουργοί, επιστήμονες στριμώχνονται μέσα σε ένα αναξιοκρατικό σύστημα, εσωστρεφές, που αναγνωρίζει τον κοσμοπολιτισμό στη φίρμα των ρούχων και στις εξωτικές συνήθειες. Αποκλεισμένοι σε ένα φαντασιακό αυτοτροφοδοτούμενο, αναζητούν θεσμική αναγνώριση και δημόσια επιβεβαίωση σε μια κοινωνία που αδιαφορεί επιδεικτικά για ό,τι κατακτάται με κόπο και προσπερνά ό,τι δεν κάνει θόρυβο.
Η διαπίστευση για τον Ελληνα σκηνοθέτη είναι μέρος της ταυτότητάς του, οι ώρες προβολής της ταινίας του, η επιβεβαίωση της δουλειάς του. Για τον Αμερικανό συνάδελφό του είναι απλώς το κέρδος της συμμετοχής.
Υ.Γ. Σκέψου να είμασταν έτσι (έστω, ας ήταν αυτό το ζητούμενό μας κι ας το κουτσοκαταφέρναμε) : "Ευγενέστατος, υπομονετικός, απολύτως συνεργάσιμος και αυτάρκης"
Γιατί τώρα αλλιώς είμαστε ή έχουμε στην ελληνική μας καθημερινότητα, η συντριπτική πλειοψηφία τουλάχιστον: "Γκρίνιαξε (ούτως ή άλλως), σχολίασε, επέπληξε και αποχώρησε δυσαρεστημένος", " ...καχυποψία, επιθετικότητα και –αναιτιολόγητο– αίσθημα ανωτερότητας", "ο αυτοσαρκασμός και το χιούμορ σπανίζουν, ενώ περισσεύουν η βαρύγδουπη και σοβαροφανής άσκηση ύφους", συνδυασμένα με την απόλυτη βεβαιότητα πως για όλες τις συμφορές που μας βρίσκουν- μα κάθε μέρα, εμάς που είμαστε ο εκλεκτός λαός της γης - φταίνε "μυστικές συνωμοσίες και εξωγενείς παράγοντες".
Σκέψου πώς είμαστε στο σπίτι, στο δρόμο, στην εργασία, στο ελληνικό κοινοβούλιο.
Για όλο το κείμενο θα ήθελα να μιλήσουμε, με βρίσκει τόσο απόλυτα σύμφωνη μέχρι το τελευταίο και, έτσι κι αλλιώς.
12 σχόλια:
Δεν βρίσκω λόγια να συμφωνήσω, αλλά όπως λέει και ον "νόμος της έλξης", όσο περισσότερο κολλάμε στα "ΜΗ" & "ΔΕΝ ΘΕΛΩ", τόσο τα τροφοδοτούμε, τα αναπαράγουμε και τελικά, τα βρίσκουμε συνέχεια μπροστά μας.
Εμπρός για θετικές σκέψεις με "θέλω" & "μπορώ".
Ευχαριστούμε για το κείμενο Αναστασία.
Αχ, Αναστασία μου! Είναι αυτό που λένε: Ο αληθινά άξιος άνθρωπος είναι απλός και σεμνός. Δεν έχει ανάγκη να κομπάζει. Και σίγουρα δε φέρεται στους άλλους σα να 'ναι ασήμαντοι και τιποτένιοι. Γιατί ο αληθινά άξιος άνθρωπος δεν πιστεύει πως ο κόσμος ολόκληρος περιστρέφεται γύρω τους.
Ανάμεσα σε πολλά άλλα θυμήθηκα κάτι πρόσφατο. Γνωστό μου άτομο ξεκίνησε δική του θεατρική ομάδα και θεώρησε πρέπον στην ταυτότητα της ομάδας να δηλώνει πως είναι "Δρ. Θεατρολογίας"!... Προφανώς, το "Θεατρολόγος" του φάνταζε πολύ λίγο...
Είμαστε υπέρ των "τίτλων" τελικά...
organica,
λοιπόν, θελω να γίνω ευγενέστατη, υπομονετική, απολύτως συνεργάσιμη και αυτάρκης. Χωρίς "δεν θέλω" και "μη", έχεις απόλυτο δίκηο, όσο μιλάμε για τα αρνητικά μόνο αυτά έρχονται.
Εγώ ευχαριστώ!
πασχαλίνα,
και το πιστεύουμε πως ό,τι δηλώσουμε είμαστε κιόλας, αυτό πού το πας;
Η μεγάλη μου απορία πάντα είναι γιατί είναι αλλιώς οι άλλοι από εμάς τους Έλληνες; Πώς μεγαλώνουν και ξέρουν ότι το σοβαροφανές είναι γελοίο και το σοβαρό απλό;
φιλιά!
Είναι πολύ αστείο αυτό που γίνεται εδώ στην Ελλάδα (αλλά ας μην είμαστε και απόλυτοι) με τους "αναγνωρίσιμους" καλλιτέχνες!
Μπρααάβο ωραίος τρόπος κύριε δύστροπε σκηνοθέτα μου!
Καμιά φορά αναρωτιέμαι μήπως κάνουν μαθήματα στις σχολές τους για το ύφος που αποκτάνε αργότερα;
Φιλάκια Αναστασία!
Υ.Γ. Σ' ευχαριστώ που παρόλο που είσαι διάσημη, καταδέχεσαι να συνομιλείς με 'μας τους κοινούς ανώνυμους πολίτες!
Νομίζω μάλιστα ότι οι χειρότεροι δεν είναι οι πιο διάσημοι, αλλα οι που πάνε να γίνουν διάσημοι ή εκείνοι που πάντα νομίζουν ότι δεν αναγνωρίζεται η αξία τους, οι πιο ανασφαλείς δηλαδή.
Μπα, τόχουν μέσα τους το ύφος, μου φαίνεται.
Υ.Γ. Μικρή μου mane-tarious, το συζητούσαμε και με τη Μαντόνα τις προάλες, σημασία έχει να είσαι καλός άνθρωπος, καλός, απλός και καταδεκτικός, τι σημασία έχει η διασημότης my dear...
Πες μου ότι κάνεις πλάκα να πάει η ψυχή μου στη θέση της!
Καλησπέρα και απο μένα.Και εγώ συμφωνώ πως τέτοιες συμπεριφορές δείχνουν πόσο κομπλεξαρισμένοι είναι αρκετοί απο τους "επώνυμους" αλλά και απο τους μη έχοντες διάσημο επώνυμο και σε όλους τους επαγγελματικούς και μή χωρους. Το/ή τα γιατί είναι που πρέπει να δούμε.
Υπάρχουν όμως και παραδείγματα ανθρώπων γύρω μας που κρατούν χαμηλούς τόνους και προσφέρουν. Ας παρακολουθούμε το έργο τους γιατί όσο πιο πολύ ασχολούμαστε με την "επιφάνεια" τόσο μεγαλύτερη αξία της προσδίδουμε.
Καλησπέρα και απο μένα.Και εγώ συμφωνώ πως τέτοιες συμπεριφορές δείχνουν πόσο κομπλεξαρισμένοι είναι αρκετοί απο τους "επώνυμους" αλλά και απο τους μη έχοντες διάσημο επώνυμο και σε όλους τους επαγγελματικούς και μή χωρους. Το/ή τα γιατί είναι που πρέπει να δούμε.
Υπάρχουν όμως και παραδείγματα ανθρώπων γύρω μας που κρατούν χαμηλούς τόνους και προσφέρουν. Ας παρακολουθούμε το έργο τους γιατί όσο πιο πολύ ασχολούμαστε με την "επιφάνεια" τόσο μεγαλύτερη αξία της προσδίδουμε.
informationavenger, ξεκίνησα να γράφω αυτό το σχόλιο τρεις φορές και άλλες τόσες το έσβησα. Είχε όλο ένα "αλλά..." το έσβηνα όμως γιατί κάθε φορά κατέληγα ότι αυτό που λες ειναι μια απλή-μεγαλη αλήθεια, όσο μιλάμε για ό,τι δεν αξίζει του δίνουμε αξία.
Υ.Γ. Πώς παει το διάβασμα;
Και εμένα αυτό το "αλλά" με παίδεψε, με ποιά έννοια όμως;
Οτι απο την μια λέω οτι οσο ασχολούμαστε με κάτι που δεν αξίζει τόσο πιο πολύ αξία του δίνουμε ΑΛΛΑ απο την άλλη πλευρά αν δεν εντοπίζουμε τέτοιες συμπεριφορές/νοοτροπίες και δεν τις στιλιτεύουμε τότε πως θα κατανοήσουμε την αξία αυτών που όντως την έχουν...μεγάλο μπέρδεμα πάντως.
Υ.Γ. Πολύ διάβασμα,φεύγω και την άλλη εβδομάδα για 5 μέρες να παρακολουθήσω κάποια μαθήματα για την διπλωματική. Σ'ευχαριστώ για το ενδιαφέρον.
Παιδιά, πόσες φορές πρέπει να το πούμε "ΠΑΙΔΕΙΑ και πάλι ΠΑΙΔΕΙΑ"Αυτό που οι ξένοι λένε "mentality' "mentalitat"είναι η παιδεία χρόνων,αιώνων των ευρωπαικών λαών.Εδώ η απαξίωση της παιδείας και της γνώσης ξεκινά από το δημοτικό,τι να πούμε...τα σκουπίδια που μας έπνιξαν,τη ξενοφοβία,την αγένεια,εμείς μάγκες παιδιά είμαστε...
Να συμπεριληφθώ κι εγώ σε αυτούς που συμφωνούν με την Κατσουνάκη και να προσθέσω ότι ακόμα πιο αφόρητοι είναι όσοι είναι αλαζονικοί και ταυτόχρονα "λίγοι" στο μυαλό. Έχω στο νου μου γνωστό Μακεδονάρχη διευθυντή εφημερίδας που δηλώνει καθηγητής πανεπιστημίου, αλλά το μόνο που διδάσκει είναι η μπαρουφολογία. Άπό την άλλη έβλεπα τον Τίτο Πατρίκιο στη Φλέσσα, Παρασκευή μεσάνυχτα, και ήταν σα να έκανα μασάζ στα αυτιά μου. Ο άνθρωπος ήταν απολαυστικός. Τόσο μεγάλος και συνάμα τόσο απλός και σεμνός. Άραγε έσυ, Αναστασία, σε τι αναλογία συναντάς ψωνάρες ανάμεσα σε αυτούς που προσεγγίζεις δημοσιογραφικά;
Βάσω Χ. SCHOOLWAVE
Δημοσίευση σχολίου