Χθες βράδυ σκεφτόμουν διάφορα. Μικρά και μεγάλα. Όπως κάθε μέρα. Όχι αυτά που συνέβαιναν εκείνη τη στιγμή στην Αθήνα. Δεν τα ήξερα. Ήμουν έξω με την μικρή μου, αγγλικά, βαθμοί, μετά με φίλους της στο πάρκο, τα παιδιά τσίμπησαν κάτι, κανονικό βράδυ Σαββάτου. Μετά στο σπίτι δεν άκουσα ραδιόφωνο, δεν είδα τηλεόραση, δεν ξέρω αν είπαν κάτι. Σήμερα το πρωί τρέχοντας να προλάβω, πριν φύγω για το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης όπου είχαμε η Καλημεροπαρέα την περιήγηση, συμμάζεμα, ένα πλυντήριο να απλώσω, ηλεκτρική, να ετοιμάσω το φαγητό για το μεσημέρι, άνοιξα την τηλεόραση για λίγο και εκεί το έμαθα.
Ένα δεκαπεντάχρονο παιδί νεκρό από σφαίρα αστυνομικού, η Αθήνα καμμένη, παραιτήσεις που δεν έγιναν δεκτές για μιαν ακόμη φορά- μα, εθιμοτυπικό είναι αυτό; τι θα πει δεν έγιναν δεκτές; Κάποτε πρέπει να γίνει κάτι με αυτήν την ιστορία πλέον στη χώρα μας, η παραίτηση σημαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις και ψυχική συντριβή και ανάληψη ευθύνης από αυτόν που την υποβάλει, στοιχειωδώς λοιπόν γίνεται δεκτή, πάει και τελείωσε. Αυτά σε άλλες χώρες βέβαια, εδώ είναι τυπικό το θέμα. «Υποβάλλω παραίτηση, δε γίνεται δεκτή, συνεχίζουμε», λέει το «πρωτόκολλο». Ήταν ένα παιδί στην ηλικία το γιου μου σχεδόν.
Με την είδηση στο μυαλό, τρέχουμε με τη Σ. στο Μουσείο. Συναντιέμαι στο μουσείο με ανθρώπους που πια γνωρίζω καλά και εκτιμώ αλλά και με πολλούς ακόμα που συναντώ για πρώτη φορά. Η Τζένη Γεωργάκη, αυτό το καταπληκτικό πλάσμα -με γνώσεις που δεν τελειώνουν ποτέ πια;- με φωνή βραχνή κι εμείς μπροστά της ένα κοινό καμιά εξηνταριά άνθρωποι, νιώθω τύψεις που θα την κουράσουμε κι άλλο. Η Τζένη εκτός από το τι δηλώνουν τα πτυχία της, αρχαιολογίας και ξεναγού, δεν σταματά ποτέ να ενημερώνεται, να ψάχνει, να μελετά, να βρίσκει νέους τρόπους για να κάνει πάντα μοναδικά τη δουλειά της. Ό,τι κι αν πω για τις περιηγήσεις είναι λίγο. Μόνον όσοι τις έχετε παρακολουθήσει μπορείτε να ξέρετε τι είναι αυτό που σας γράφω. Ένα πλάσμα αφοσιωμένο και εξαιρετικό σε ένα δύσκολο κομμάτι που λέγεται εμπνέω τους ανθρώπους να πλησιάσουν το μουσείο, να μάθουν και να ζήσουν σε αυτό. Και δεν αντέχω να μη σας πω ότι δεν είναι μόνιμη υπάλληλος, και ξέρετε τι σημαίνει αυτό. Όταν κάποια στιγμή σας πω πόσες μάχες δίνει η διευθύντρια του μουσείου, η κ. Βελένη για να μπορεί να κρατήσει άξιους συνεργάτες και να δουλεύει το Μουσείο ουσιαστικά τότε θα καταλάβετε με τον καλύτερο τρόπο πως ό,τι βλέπουμε, κι ό,τι ζούμε στο μουσείο αυτό, όπου σήμερα περιηγηθήκαμε, αλλά και σε άλλα, είναι αποτέλεσμα απίστευτων προσπαθειών.
Η περιήγησή μας ξεκίνησε. Η Τζένη μας υποδέχεται, μας θυμίζει ότι η λέξη μουσείο όπως και η λέξη μούσες προέρχονται από το ρήμα μάω-ω που σε μια κατοπινή ερμηνεία του σημαίνει και εμπνέω. Μας γνωρίζει την ιστορία του μουσείου, μας μιλά για τον αρχιτέκτονά του, τον Π. Καραντινό.
Μπαίνουμε στην αίθουσα της προϊστορίας. Νομίζω ότι εδώ τα παιδιά περνούν πολύ καλά. Είναι και μια κοπέλα από το προσωπικό στην αίθουσα αυτή η οποία τους μιλάει με υπέροχο τρόπο όταν πλησιάζουν τα εκθέματα, τους παροτρύνει τα αγγίξουν τα κομμάτια των αγγείων που είναι επίτηδες εκεί για αυτόν ακριβώς το λόγο, δεν τους φωνάζει αλλά ακούν ό,τι τους λέει. Παρακολουθήσαμε ένα ολιγόλεπτο ντοκιμαντέρ σε μια ειδική αίθουσα που υπάρχει εκεί. Περνάμε από τη μια αίθουσα στην άλλη, ιστορίες ανθρώπων μπροστά μας, η ζωή της Θεσσαλονίκης αλλιώς, έρχονται ερωτήσεις και σχόλια συνεχώς. Οι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης πριν από εμάς, οι ζωές τους πριν από τις δικές μας, διαφορετικές αλλά και ίδιες, εξουσία, δύναμη, καθημερινή ζωή, ήρωες, ζωή, τέχνη, θάνατος, τα γνωστά και τα άγνωστα. Κάποιες στιγμές μας βλέπουν με ολοφάνερο ενδιαφέρον, καθώς κινούμαστε αυτή η πολυπληθής ομάδα, επισκέπτες αλλά και αρκετοί ξένοι σύνεδροι, από διάφορα μέρη του κόσμου, που βρίσκονται στο μουσείο και παρακολουθούν το 2ο διεθνές συνέδριο για τις σύγχρονες τάσεις στην κλασική φιλολογία που οργανώνουν ο τομέας κλασικών σπουδών του ΑΠΘ και το κέντρο ελληνικής γλώσσας. Το μουσείο είναι ζωντανό, κινείται, λειτουργεί, βλέπω στα μάτια τους, δε σου κρύβω ότι χαίρομαι, όσο χαίρομαι και το ότι κάποια παιδιά της συντροφιάς μας έχοντας έρθει για πολλοστή μάλλον φορά στο μουσείο νιώθουν άνετα να κόβουν βόλτες σχεδόν αυτόνομα από εμάς. Όσο προχωράμε η φωνή της Τζένης αντί να χάνεται, δυναμώνει. Η Δαμιάνα τραβάει κάποιες φωτογραφίες για να ανεβάσουμε στο blog. Ανησυχώ μήπως κουραστήκατε, το μουσείο δεν είναι μικρό. Διασχίζουμε το μεγάλο π, περνάμε στο χρυσό των μακεδόνων. Φτάνουμε στο τέλος και αυτής της αίθουσας, δε γράφω λεπτομέρειες, αυτές όπως και σχόλια και εντυπώσεις ελπίζω να τα γράψετε εσείς, εδώ κανονικά όμως πρέπει να γράψω τη μαντινάδα που είπε ο Γιάννης αλλά… δεν τη θυμάμαι τώρα, αύριο θα την έχω και θα την γράψω γιατί με αυτή εν τέλει ολοκληρώθηκε η περιήγησή μας.
Αυτό που μου λέγατε οι περισσότεροι μετά ήταν τόσο σημαντικό, μας έλεγες στο ραδιόφωνο πόσο ενδιαφέρον θα είναι, μας έλεγες πόσο εξαιρετική είναι η Τζένη Γεωργάκη, αλλά τώρα που το ζήσαμε το καταλάβαμε πραγματικά, πάνω κάτω αυτά ήταν τα λόγια σας.
(η συνέχεια...θα μπορούσε να είναι και καινούρια ανάρτηση)Αποχαιρετιστήκαμε και πήραμε το δρόμο για το σπίτι, η φίλη μου η Ελ., εγώ και οι θυγατέρες μας, μένουμε στην ίδια γειτονιά. Κάποια στιγμή θα σας μιλήσω για την Ελ. Που ήρθε από άλλη χώρα, κάνοντας μια καινούρια αρχή στην Ελλάδα, που διαβάζει, ενημερώνεται, ενδιαφέρεται για όσα συμβαίνουν και μπορεί να βοηθήσει, πληγώνεται από το ελληνικό κράτος που εξάντλησε όλη την αυστηρότητα και αναλγησία του, μη σου πω, μη δίνοντας παραμονή άδειας στα παιδιά της που εδώ τα γέννησε, εδώ μεγαλώνουν, τα ελληνικά είναι η μόνη γλώσσα που γνωρίζουν και μιλούν, γιατί το οικογενειακό τους εισόδημα, δεν ήταν επαρκές… Τα κατάφεραν τελικά η Ελ. και ο άντρας της, όλα είναι καλά τώρα, και θετικά τα αντιμετώπισε όλα, όμως εσένα αν σου συνέβαινε αυτό μια πίκρα δεν θα σου έμενε;
Περιμέναμε το λεωφορείο, δεν ερχόταν, μας είπαν ότι στο κέντρο έχουν κλείσει δρόμοι, γινόταν πορεία για το χθεσινό γεγονός, πήραμε το δρόμο με τα πόδια.
Φτάσαμε στα σπίτια μας αργά το μεσημέρι.
Στην τηλεόραση παντού από τη μια η καμένη Αθήνα, από την άλλη η εικόνα του παιδιού που έχασε άδικα και αναίσχυντα τη ζωή του, τον πόνο της μάνας του, της οικογένειάς του, των αγαπημένων δικών του ανθρώπων σκεφτόμουν.
Πες με δειλή, πες με συντηρητική, ό,τι θέλεις πες με, ότι θα τον κάνουν αφίσες, λόγο για πορείες και ό,τι άλλο θες το ξέρω, σχεδόν βλέπω ήδη μπροστά μου "την αξιοποίηση του γεγονότος". Ότι χρειάζονται ήρωες το ξέρω επίσης, αυτό το έχω ζήσει κιόλας από μέσα, πάνε χρόνια αλλά δεν άλλαξε. Ότι θα καίνε βιβλιοπωλεία, δρόμους, αυτοκίνητα στο όνομά του είναι σίγουρο. Ότι από την άλλη, αστυνομικοί, ακόμα και μετά από τέτοιες πράξεις, διαφεύγουν και αθωώνονται, ευθύνες δεν αποδίδονται, το έχουμε ξαναδεί όλοι.
Και μέσα σε όλα αυτά, και μετά από όλα αυτά δυο πράγματα σκεφτόμουν.
Το ένα, είναι ο πόνος των οικείων που έλεγα πριν. Αυτός ο άφατος πόνος που ό,τι κι αν σου πουν, ό,τι κι αν κάνεις ή κάνουν, δε αλλάζει. Μια μάνα έχασε το παιδί της. Το γέννησε, το μεγάλωσε όπως όλες τα παιδιά μας. Θα έδινε τα πάντα για να είναι εκεί την καταραμένη στιγμή, να φύγει εκείνη αντί για αυτό, αλλά τώρα είναι όλα λόγια και μια βαθιά πληγή.
Το άλλο, ότι δεν θέλω ούτε εκείνον που πυροβολεί, ούτε εκείνον που ψάχνει για ήρωες. Ούτε τον έναν φανατισμό θέλω, ούτε τον άλλο. Κι οι δυο στο ίδιο συναντιούνται, για εκείνους είμαστε καλοί αμόρφωτοι, αναλώσιμοι, αριθμοί κι όχι ζωές και πρόσωπα, ίδιοι, φανατικοί, εν τέλει ωραίοι ακίνδυνοι.
Κι όσο μπορώ, συμπονώ αυτήν τη μάνα, αυτή που τώρα ζει τον χειρότερο εφιάλτη κάθε γονιού. Φιλάω τα παιδιά μου,τα αγκαλιάζω, τα σκεπάζω κάθε βράδυ καθώς κοιμούνται, μακάρι να μπορούσα να τα φυλάξω για πάντα από τους λύκους και από τα σκυλιά.