Μια μέρα με δουλειές - καλά αυτές οι ντουλάπες και τα συμμαζεματοξεκαθαρίσματα δεν τελειώνουν ποτέ;-, μαστορεματα - σου έχω πει πώς με λένε τα παιδιά μου; "κάστορα μάστορα", σήμερα είχε σειρα το πλυντήριο πιάτων- παραδοσιακό φαγητό και το πιο ωραίο απ'όλα διαβασμα. Το ξεκίνησα πρωί-πρωί, ήμουν μαζί του διάφορες ώρες σε όλη τη μέρα, το τελείωσα πριν λίγο, "το χρυσόψαρο" του Λε Κλεζιό. Είναι το πρώτο δικό του βιβλίο που διαβάζω. Η ιστορία ενός κοριτσιού. "Όταν ήμουν έξι ή επτά χρονών, με έκλεψαν. Δεν το θυμάμαι στ' αλήθεια, γιατί ήμουν πολύ μικρή και ό,τι έζησα στη συνέχεια έσβησε αυτή την ανάμνηση... Υπάρχει αυτός ο κατάφωτος, σκονισμένος και άδειος δρόμος, ο γαλανός ουρανός, η σπαρακτική κραυγή ενός μαύρου πουλιού και, ξάφνου, τα χέρια που με ρίχνουν στο βάθος ενός μεγάλου σάκου, κι εγώ σκάω. Η Λάλα ΄Ασμα μ' έχει αγοράσει".. Αυτή η ιστορία, η ιστορία της Λαϊλά, ήταν η φετινή μέρα του ευαγγελισμού.
Μ'αρεσει αυτό. Θυμάμαι πολλές μέρες της ζωής μου με βιβλία. Όπως τη μέρα που διάβασα το "Ένα δεντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν", την κούνια στην αυλή μας στο χωριό, εγώ στο βιβλίο χωμένη, κυριολεκτικά. Η Φράνσις, έτσι δεν έλεγαν την ηρωίδα; Μια αλλη μέρα, μια Κυριακή που είχαμε κόσμο στο σπίτι, κάποιοι είχαν έρθει για ολοήμερη επίσκεψη, καθόλου σπάνιο αυτό στο σπίτι μας τότε, συγγενείς κυρίως που έμεναν σε άλλα σχετικά κοντινά μέρη πηγαινοέρχονταν, κλεισμένη εγώ στο δωμάτιο, ρε, ούτε που τους είδα τους ανθρώπους, να διαβάζω το "όσα παίρνει ο άνεμος", θηρίο ήταν το άτιμο, κεφάλι δε σήκωσα, φώναζε η μάνα μου, πού χάθηκες εσύ; Το βράδυ που διάβασα, δευτερα δημοτικού, για πρώτη φορά τα παραμύθια του Άντερσεν, και το κλάμμα για τον στρατιώτη και τη μπαλαρίνα, για την γοργόνα που έχασε την αγαπη της, καλά, το είχα από τότε αυτό, πρώτα ο άνθρωπος , μετά το χούι, έτσι δε λένε; Σαν τώρα θυμαμαι το απόγευμα, είναι και λίγο ανησυχητικό αυτό,ε; όταν μεγαλώνεις δε λένε θυμασαι με λεπτομέρειες τα πολύ παλιά; να θυμηθώ να το ψάξω..., τελος πάντων, είχα δανειστεί από τη βιβλιοθηκη του συλλόγου Αριστοτέλης, της γειτονικής κωμοπολης που πήγαινα σχολείο, το Χαμένο Νησί του Καραγάτση. Αυτο το βιβλίο θελω να το ξαναδιαβάσω οπωσδήποτε, κοιτα να δεις θα το αγοράσω τώρα, είκοσι επτά χρόνια μετα από το απόγευμα που το διάβασα.
Καμιά φορά κοιτάζω τη βιβλιοθήκη μου και σχεδόν κάθε ραχη βιβλίου κάπου με πάει. Σε μια Κυριακή που έβρεχε, με ένα βιβλίο κουλουριασμένη σε μια γωνιά ή απλώς ξαπλωμένη μπρούμυτα στο στρωμένο κρεββάτι, ξερεις πολλά παιδιά να παρακαλάνε να βρεχει την Κυριακή για να διαβάζουν χωρίς κανένας να τα ενοχλεί "έλα να παίξουμε..."; ε, αντιπροσωπευτικό δείγμα τετοιου, καθόλου κανονικού ίσως, αλλα τι να κάνω αφού έτσι ήταν, ανθρωπινου τυπου αυτή που σου γραφει τώρα, τι να πεις... Τα βιβλία και πού ήμουν όταν τα διάβαζα. Στο μπαλκόνι με τα πόδια να ακουμπούν τα κάγκελα. Στο φοιτητικό δωμάτιο. Τι καιρό έκανε; Ζέστη πνιγερή ή ατελειωτος χειμώνας, όλα χιονισμένα και στη Θεσσαλονίκη πηγαίναμε για μέρες παντού με τα πόδια, αυτόν τον ωραίο χειμώνα τον θυμάσαι; Βιβλία με τις μυρωδιές τους. Φλούδες πορτοκαλιού να καίγονται πάνω στη σόμπα στο χωριό, Λωξάνδρα και ποιήματα του Καβάφη. Με τα χρώματά τους. Με το φως του λύκου επανέρχονται, κόκκινο, μυρωδια από βρεγμένο χωμα. Ή θυμάμαι από πού τα πήρα. Γυμνάσιο, κοπάνα από το σχολείο, με τον ξάδελφό μου τον Θοδωρή κατεβήκαμε Θεσσαλονίκη, βόλτα στην έκθεση βιβλίου στην παραλία, τότε ήταν ανοιχτή πρωί ή ό,τι νάναι θυμάμαι; Αριστοτελους, από το Blow Up που δεν υπάρχει πια, στη θεση του τώρα ένα μαγαζί πουλάει παπούτσια, αγόρασα την Ιστορία της Τζαζ. Τα κλασικά της Εστίας από το βιβλιοπωλείο του Θοδωράκη λίγο μετα που σχολούσα και πριν πάρω το λεωφορείο για το χωριό.
Ήχοι. Η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα έχει, μαζί με άλλα, τον ήχο από τις υδροροές, το νερό που ακούγονταν να κυλάει, στο υπόγειο του βιβλιοπωλείου όπου δούλευα τότε. Η Γειτονιά του Πρατολίνι, τις φωνές του καλοκαιριού με τα ανοιχτα παράθυρα, καλοκαίρι, οι γυναίκες πήγαιναν στο εργοστασιο για την νυχτερινή βάρδια κι ακούγονταν οι μπλεγμένες φωνές τους και τα γελια τους καθώς περνούσαν έξω από το σπίτι.
Μου είχε πει η Δαμιάνα πριν από αρκετες μέρες, αν θελω να γραψω για κάποια από τα βιβλία της, ας την πούμε έτσι, αναγνωστικής μου πορείας. Ενθουσιαστηκα, ααα, ωραία θα το κάνω, είπα αμέσως. Αμάν πια αυτός ο ενθουσιάσμος μου... κάθησα πέντε έξι φορες, κάθε φορά από αλλού ξεκινούσα, αλλού πήγαινα, κι όλα λειψά μου φαινόντουσαν. Ότι δεν τα πάω καλά με τις λίστες, δεν τα πάω. Ότι, ό,τι θυμάμαι χαίρομαι, επίσης. Με τα βιβλία όμως, κατάλαβα ότι παθαίνω κι αυτό που σου έλεγα πριν. Δεν είναι κομμάτι της ζωής μου, είναι η ζωή μου μέσα από αυτά, η ζωή μου με αυτά, η ζωή μου απλά. Είναι ένα πράγμα πολύ μπλεγμένο. Είναι τα ταξίδια που δεν έκανα, οι άνθρωποι που δεν γνώρισα αλλά ξέρω, οι μυρωδιες, οι εικόνες, οι χαρες, οι πληγες, οι λέξεις που ξέχασα, οι μέρες που δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν (φαντάσου ακόοομα και σε μένα συμβαίνει αυτό), οι μέρες που γελούσαμε με φίλους, που κάναμε άσκοπες βολτες στην Θεσσαλονίκη για να γνωρίζουμε την πόλη πρωτοετείς και ψαρωμένοι, είναι το καλοκαίρι που πήγα με παρεα στην Αμοργό και μου έλειπες πολύ, το βραδυ της Ανάστασης που όλοι ήταν στην εκκλησία κι εγώ διάβαζα και βεβαια θυμάμαι τι, είναι που μιλούσαμε με τον παππού μου, είναι....τι να σου λέω τώρα... Με τα βιβλία και τα τραγούδια συμβαίνει αυτό, είναι λίγο σαν να φτιάχνω, να θυμάμαι και να ξαναζω, μη σου πω, τα μονοπάτια, τη ζωντανή μνήμη της ζωής μου. Οπότε τι λίστα να κάνω και τι να ξεχωρίσω, που ένα σκέφτομαι και τσουπ πετάγονται άλλα χίλια από εκεί που δε φανταζομαι;
Όταν ήμουν πολύ μικρή, δύο; τρία; -αυτό δεν το θυμόμουν, το έμαθα όταν διάβασα πολλά χρόνια μετά, φυσικά, ένα γράμμα σταλμένο στην εξορία στον παππού με τα οικογενειακά μας νέα - είχα ένα δικό μου παραμύθι, έγραφαν στον παππού, η μαμά μου, ή μεγάλη μου αδελφή; που το έλεγα ο κόσμος, ο κόσμος μου, κάπως έτσι. Μιλούσα και τραγουδούσα μόνη μου κι έλεγα διάφορα άσχετα φαντάζομαι, να θυμηθώ να ρωτήσω τη μαμά μου (αχ αυτες οι μαμάδες, οι τράπεζες μνήμης της παιδικής μας ηλικίας), φτιάχνοντας μια δική μου ιστορία, ποιος ξέρει τι είχα στο μυαλό μου, για τη δική μου μικρή τότε ζωή; για αυτά που έβλεπα; ποιος ξέρει... Πάντως αυτό που τώρα ξέρω είναι ότι ο κόσμος μου, ο μέσα μου κόσμος και ο κόσμος έξω όπως τον βλεπω, τον αντιλαμβάνομαι και τον καταλαβαίνω είναι έτσι γιατί οι σελίδες του έχουν σελίδες των βιβλίων που διάβασα, οι ήχοι του είναι οι νότες και τα λόγια των τραγουδιών που άκουσα. Και καθώς είναι και πολλά και δεν έχω, μα ούτε στο ελάχιστο, και το ταλέντο της τάξης εγώ, τα αφήνω άτακτα και χαοτικά να τριγυρίζουν γύρω και μέσα μου, να φτιάχνουν μόνα τους δρόμους. Σιγά μη μπορώ να κάνω και τίποτε άλλο.
Υ.Γ. Είναι 6.45, πρωί Πέμπτης. Αφού κόλλησε για τα καλά, για μιαν ακομη φορά, ο υπολογιστής μου, τώρα ξαναμπαίνω, τώρα ανεβάζω αυτήν την αναρτηση που κράτησε όμως τη μέρα και την ώρα που γράφτηκε, χθες βραδυ δηλαδή.
Υ.Γ.2 Αυτήν την Κυριακή, αν πάτε στους κήπους του πασά, να παρκα-ρε τε με τα Παιδια εν Δρασει, στειλτε "επιτόπιο ρεπορταζ", καμιά φωτογραφία να μου πείτε να μου δείξετε πώς περάσατε.
Η φωτογραφία είναι από την προπερασμένη Κυριακή και είναι αφιερωμένη στο Μανιταράκι, καθώς διακρίνεται ένα μικρό αλλά ενδεικτικό μέρος του τι εκτός των άλλων φάγαμε εκείνη τη μέρα.(Έχω κι άλλες φωτό, νάναι καλά ο Στεργιος, ο Γιώργος και η Μαριάννα, θα τις ανεβάσω μετα)