
Δύο τη νύχτα, προχθές, Σάββατο. Πόσο να ήταν; Το ένιωθες στο δέρμα σου, ζέστη αποπνικτική. Στο μπαλκόνι, όχι ότι ήταν πιο δροσερά, μ’ ένα βιβλίο να περάσει η ώρα. Γύρω ή κλειστά παντζούρια ή γείτονες κι αυτοί ξάγρυπνοι. Τα βουητά των κλιματιστικών έβγαζαν με φούρια ζεστό αέρα, έξω, ξεφυσώντας. Καλύτερα μέσα. Για φαντάσου… Η μικρή κοιμάται του καλού καιρού, της σκουπίζω το μέτωπο, δεν την ξυπνάει η ζέστη, ευτυχώς. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι, λοιπόν νομίζω τα μισά βιβλία της ζωής μου έτσι τα έχω διαβάσει. Το βιβλίο στα χέρια, 2009, τέσσερις αιώνες πριν οι ιστορίες του βιβλίου, άλλος κόσμος, έεελα που τότε ήταν καλύτερα, αστειεύεσαι βέβαια…κι αν δεν αστειεύεσαι, άσε τις μιζέριες… Θυμάμαι μια σκηνή από τη «Ζωή του Μπράιαν». Monty Pythons, The life of Brian. Α, γεια σου… Κάθε φορά που ακούμε με τα παιδιά, «α, τότε ήταν ωραία η ζωή, αγνή, αληθινή, καθαρή», την θυμόμαστε και γελάμε, αυτήν θυμήθηκα τώρα και χαμογελάω. Περνάει η ώρα. «Noblesse de robe», αριστοκρατία της τηβέννου, εκεί ήμουν όταν στις τρεις ακριβώς άρχισε να φυσάει. Ένα αεράκι σαν δώρο. Σε λίγο δυνάμωσε, αέρας κανονικός. Έσβησαν τα τελευταία αναμμένα φώτα στην πόλη. Ο αέρας έφερε δροσιά κι αυτή ύπνο. Πολύ θέλει νομίζεις; Τελείωσα το κεφάλαιο, αυτό το κόλλημά μου πια, στη μέση να μην μπορώ να σταματήσω. Έκλεισα το βιβλίο, έκλεισα και τα μάτια. Μια μυρωδιά καλοκαιριού στη μύτη. Ποτέ δεν είχα καλή όσφρηση. Δεν ήταν ποτέ αυτονόητη. Από παιδί. Για αυτό ο κόσμος μου είναι μυρωδιές. Άνθρωποι, πράγματα, εποχές είναι οι μυρωδιές που αγαπώ και ψάχνω.
Πρωί-πρωί. Ένας θόρυβος στην κουζίνα. Ο αέρας ξεκαρφίτσωσε χαρτάκια από τον πίνακα με φελλό που είναι στην κουζίνα Έπεσαν κάτω τα πιο καινούρια καρφιτσωμένα. Έμεινε ένα παλιό χαρτάκι. Πού το είχα βρει; Πού το είχα δει; Πού το είχα διαβάσει; Δεν θυμάμαι… «Πρόσεχε τις σκέψεις σου, γίνονται οι λέξεις σου. Πρόσεχε τις λέξεις σου, γίνονται οι πράξεις σου. Πρόσεχε τις πράξεις σου, γίνονται οι συνήθειές σου. Πρόσεχε τις συνήθειές σου, γίνονται ο χαρακτήρας σου. Πρόσεχε το χαρακτήρα σου, γίνεται το πεπρωμένο σου…»
Καμιά φορά, έλεγε μια παλιά μου φίλη η Μαρία, δεν το καταλαβαίνεις, αλλά η ζωή σου αλλάζει από μικρά πράγματα. Και μήπως ξέρεις πότε τα μικρά είναι ή γίνονται μεγάλα; Ή το ξέρεις πάντα; Καλοκαιρινές κουβέντες χωρίς σημασία.
Η Έρη μου έλεγε σήμερα, θα έρθεις στη συναυλία, τελείωσε. Άντε πια…Αφήνουμε τόσα ωραία πράγματα και περνάνε, δεν τα ζούμε, και τι είναι η ζωή, τα ωραία είναι που πρέπει να ζήσουμε. Στ’ ορκίζομαι πιο ωραία μου το είπε, τσάτρα-πάτρα στο λέω εγώ. Για αυτό σου λέω Έρη, την άλλη ιστορία εσύ θα την γράψεις, εγώ μόνο τον τίτλο θα βάλω, έλα ξεκίνα… «Dimitraaki…tsakisou…»...