Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Έκθεση «Ανησυχητικές Μούσες», στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης

Η «Καλημέρα» του 958fm της ΕΡΤ3 οργανώνει αυτήν την Κυριακή, 4 Σεπτεμβρίου 2011, μια ακόμη επίσκεψη και ξενάγηση για τους ακροατές και φίλους της εκπομπής.
Αυτή τη φορά θα επισκεφθούμε την έκθεση «Ανησυχητικές Μούσες», στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (Αποθήκη Β1, Λιμάνι Θεσσαλονίκης).
Η έκθεση παρουσιάζει έργα επτά σύγχρονων γυναικών καλλιτεχνών που κατάγονται, οι περισσότερες μάλιστα, αν όχι όλες, έχουν μεικτή καταγωγή, από χώρες του Αραβικού Κόσμου και της Μέσης Ανατολής.
Οι Diana Al-Hadid (Ντιάνα Αλ Χαντίντ), Majida Khattari (Μαχίντα Κατάρι), Hayv Kahraman (Χαϊβ Καχραμάν), Lara Baladi (Λάρα Μπαλάντι), Zoulikha Bouabdellah (Ζουλίκα Μπουαμπντελάχ), Zineb Sedira (Ζινέμπ Σεντίρα), Mona Hatoum (Μόνα Χατούμ), οι οποίες για λόγους ιστορικών, κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών έζησαν ή και ζουν παροδικά ή μόνιμα σε χώρες της δύσης παρουσιάζουν έργα τους τα οποία ανήκουν σε ένα ευρύ φάσμα εικαστικών μέσων (φωτογραφία, βίντεο, σχέδιο, εγκατάσταση, ζωγραφική, περφόρμανς)
Οι ακροατες και φίλοι της «Καλημέρας», σε δύο ομάδες, θα ξεναγηθούμε από την διευθυντρια του ΚΣΤΘ και επιμελήτρια της έκθεσης, κ. Συραγώ Τσιάρα.
Η ξεναγηση της πρωτης ομαδας ξεκινα στις 12.30.
Δηλώσεις συμμετοχής και πληροφορίες κατα τη διαρκεια της εκπομπής (958fm -"Καλημέρα, όλη μέρα!", Δε-Πα 12.00-13.00) στο τηλεφωνο 2310299616, ή με ηλεκτρονικό μήνυμα στις διευθύνσεις: kalimera958@yahoo.gr & kalimera958fm@gmail.com


Lara Baladi
Τριαντάφυλλο (Rose), 2010
Digital collage, permanent print on somerset paper
410 cm x 410 cm (ed. of 5)
Courtesy the artist and Gallery Isabelle van den Eynde


Hayv Kahraman
Διπλώνοντας μεγάλο σεντόνι (Folding Large Sheet), 2008
Oil on linen
132 x 218.4cm
Courtesy Hanan Sayed Worrell, Abu Dhabi, UAE


Zineb Sedira
Μητρική Γλώσσα (Mother Tongue), 2002
Mother and I (France)
Daughter and I (England)
Grandmother and Granddaughter (Algeria)
3 Video-projections on plasma screens
5 min (each. video)
Courtesy the artist and Kamel Mennour, Paris
© Zineb Sedira





Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

καλά αποτελεσματα!

Καλά αποτελεσματα στα παιδια που περιμενουν τις βασεις, με το καλό ό,τι ερθει. Καλή συνεχεια παιδιά, καλή δύναμη!

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

958fm (κείμενο υπογραφών)

Την περασμενη Παρασκευή, 19 Αυγούστου, ο Υπουργός Επικρατείας και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Ηλίας Μόσιαλος, παρουσιασε το σχεδιο αναδιοργάνωσης της ΕΡΤ. Στο πλαίσιο αυτού, ο 958fm, o 102 και τα πρόγραμμα των βραχεων της ραδιοφωνίας της ΕΡΤ3 συγχωνευονται.

Οι εργαζόμενοι στον 958fm συνταξαμε το παρακάτω κείμενο συγκεντρωσης υπογραφών πιστευοντας στη δύναμη και την αναγκαιότητα ενός δημόσιου πολιτιστικού ραδιοφώνου με δημιουργικό και σύγχρονο ραδιοφωνικο λόγο για τον πολιτισμό και τις εκφρασεις του στην τεχνη και την καθημερινότητά μας.

"To Φεβρουάριο του 1994 με προτροπή της τότε υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στη συχνότητα των 95,8 στα FM ένα ραδιόφωνο αφιερωμένο στον πολιτισμό. Στα δεκαεπτά και μισό χρόνια της λειτουργίας του ο 958fm κατάφερε να αποτελέσει για τη Θεσσαλονίκη, αλλά και ολόκληρη την Ελλάδα, ένα πρότυπο ραδιοφωνικό πείραμα, που συγκέντρωσε στα μικρόφωνα του την πλειοψηφία των ανθρώπων των γραμμάτων, των τεχνών, της επιστήμης και του πνεύματος, παράγοντας ταυτόχρονα και εκτός μικροφώνου, μια σειρά από σπουδαία προϊόντα πολιτισμού. Δεκάδες καθηγητές πανεπιστημίου, συγγραφείς, μουσικοί, ηθοποιοί, δημοσιογράφοι και μουσικοί παραγωγοί, είχαν τις δικές τους μοναδικές στο είδος τους εκπομπές στην πάροδο του χρόνου, ενώ υψηλοί προσκεκλημένοι όπως οι Πήτερ Γκριναγουαίη, Ντάριο Φο, έδωσαν το παρών. Παράλληλα εικοσιπέντε εκδόσεις σπάνιων βιβλίων, δεκαεπτά συλλεκτικά cd με φωνές σπουδαίων πνευματικών ανθρώπων, μουσικές και παραστάσεις ειδικά ηχογραφημένες για το σταθμό και ένα μοναδικό αρχείο ηχογραφήσεων εκπομπών, από όπου παρέλασε η πλειοψηφία των ελλήνων δημιουργών, αποτελεί την παρακαταθήκη του σταθμού στην ιστορία των ερτζιανών. Ο 958 fm αντιμετωπίζοντας τον πολιτισμό ως ένα κομμάτι της καθημερινότητας και προάγοντας εκτός από τις τέχνες μια άλλη αντίληψη ζωής και συμπεριφοράς, σε μια καθημερινότητα που συχνά εκχυδαΐζεται.

Την Παρασκευή 19 Αυγούστου, στο πλαίσιο των ανακοινώσεων του υπουργού Επικρατείας, κυβερνητικού εκπροσώπου κ. Ηλία Μόσιαλου, για την αναδιάρθρωση της ΕΡΤ ανακοινώθηκε το κλείσιμο του ιστορικού σταθμού. Μια απόφαση που εμείς οι εργαζόμενοι του σταθμού κρίνουμε ως αδικαιολόγητη από κάθε άποψη και πάνω από όλα απαξιωτική για τα όσα ο σταθμός αυτός προσέφερε και συνεχίζει να προσφέρει στην πνευματική ζωή του τόπου. Συνήθως σε περιόδους που τα πάντα γύρω δοκιμάζονται και καταρρέουν, σε εποχές βαρβαρότητας όπως αυτή, ο Πολιτισμός και η ενίσχυσή του αποτέλεσε μια παρηγοριά για όσους υποφέρουν. Προσφέροντας ψυχική ανάταση αλλά και στηρίγματα μνήμης και Ιστορίας, για μας, το μέλλον του σταθμού θα έπρεπε να συνδέεται με την ενίσχυσή του, με την είσοδο στην ψηφιακή εποχή, που θα αποτελέσει μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για ακόμα μεγαλύτερη εγρήγορση από τη δική μας πλευρά και ένα νέο ξεκίνημα για το σταθμό κοντά στο πνεύμα του αύριο. Έχοντας συναισθανθεί τις ανάγκες των καιρών, όλοι εμείς που εργαζόμαστε σε αυτόν, είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε στο πλάι των ακροατών το έργο που παράγουμε όλα αυτά τα χρόνια με ακόμα μεγαλύτερο ζήλο. Πιστεύοντας ότι δεν είναι αργά να παρθεί πίσω η άδικη απόφαση, σας καλούμε να υπογράψετε αυτή τη διαμαρτυρία."

Αν συμφωνείτε μπορείτε να συνυπογράψετε το κείμενο συμπληρώνοντας και στελνοντας τα στοιχεία σας (όνομα, επίθετο, ηλικία, ιδιότητα) με e mail στην διεύθυνση: save958fm@gmail.com

(εναλλακτικά, μπορείτε να συνυπογραψετε στελνοντας τα ίδια στοιχεία (ονοματεπώνυμο, ηλικία, ιδιότητα) είτε στο blog της Καλημέρας, είτε στο blog save958fm.blogspot.com, είτε και στο e mail: kalimera958@yahoo.gr)


(o 9.58fm-Σταθμός στον Πολιτισμό είναι στο facebook στον ακόλουθο σύνδεσμο : https://www.facebook.com/groups/9087768582

Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

"Σαν άνθρωποι που' χαν χρόνια να γελάσουν"

Σήμερα θα είναι πιο δροσερά. Απο τα χαραματα φαινόταν, φυσούσε αεράκι. Κατεβασα στα στόρια και ξαπλωσα αλλα πεντε λεπτα. Μαζεψα τα χθεσινοβραδινά απλωμενα ρούχα απο το σκοινί, όσα δεν ήταν νωπά. Άπλωσα ενα πλυντηριο, έβαλα ενα ακόμη. Εκείνο ξεκίνησε τη δουλειά του, εγώ και δίπλα έβαλα καφε στο μπρίκι. Όσο να γίνεται άνοιξα τον υπολογιστή. Πιο πολύ απο συνηθεια, μαλλον. Με τον καφε στο μεγάλο φλυτζάνι καθισα στο μπαλκόνι. Όλοι γύρω κοιμούνταν, κανα δυο περαστικοί στο δρόμο, τα πουλια τρελλαμενα δεν σταματησαν λεπτό. Όσο επαιρνε μπρος ο δρόμος, βουητό πρωινής κίνησης που δυναμωνε όσο τα λεπτα περνούσαν, ξεκίνησα να διαβαζω ενα διήγημα.
Ένας σύνδεσμος των εκδ. Πολις στο facebook με εστειλε σε αυτό.
Τα πρωτα δευτερόλεπτα είναι ανύποπτα. Ξεκινάς και λες, ενταξει, για να δούμε τι γράφει. Και μετα...


"Εχουν και τα καλά τους οι απολύσεις. Γνωρίζεις κόσμο. Βγαίνεις, ας πούμε, στο μπαλκόνι για τσιγάρο και κάποιος λέει: Τα μάθατε ρε; Απολύσανε τον Λύκο. Και ρωτάς εσύ: Ποιο λύκο; Τον κακό; Και γυρίζουν όλοι και σε κοιτάνε με μισό μάτι και κάποιος λέει: Ο Λύκος ρε. Που 'τανε κάτω στις αποθήκες. Ο ψηλός ο μακρυμάλλης. Που κούτσαινε λιγάκι. Εσύ τώρα παλεύεις να καταλάβεις για ποιον λένε. Αλλά δεν μπορείς να τον θυμηθείς καθόλου. Τρακόσια άτομα δουλεύουν εδώ μέσα, πού να τους ξέρεις όλους; Οπότε κάθεσαι αμίλητος και καπνίζεις και τους ακούς να μιλάνε για τον Λύκο λες κι είναι πεθαμένος. Καλό παιδί. Δουλευταράς. Κι είχε δυο πιτσιρίκια και στεγαστικό κι η γυναίκα του πάνε τρεις μήνες που απολύθηκε κι αυτή -δούλευε σ' ένα μαγαζί με ρούχα ή παπούτσια, κάτι τέτοιο. Και μετά κάποιος θα πει ότι, βέβαια, τώρα τελευταία δεν πρόσεχε καθόλου. Πέταγε κουβέντες, με το παραμικρό αρπαζόταν. Είχε αλλάξει τώρα τελευταία. Καθόλου δεν πρόσεχε, κι ας τον είχαν προειδοποιήσει.
Και μετά σταματάνε την κουβέντα, κι άλλος ξεφυσάει και λέει ακόμα δεν μπήκε Ιούνης και πιάσανε οι ζέστες, κι άλλος λέει ποιος ξέρει το Σεπτέμβρη πόσοι θα 'μαστε εδώ να καπνίζουμε στο μπαλκόνι. Και μετά ρουφάνε μια γουλιά καφέ και σβήνουν τα τσιγάρα και γυρνάνε στα κλουβιά τους. Και συ μένεις μόνος και καπνίζεις κι άλλο τσιγάρο και κοιτάς τ' αμάξια που περνάνε και τα πουλιά φτερουγίζουν γύρω απ' τα σύρματα της ΔΕΗ. Ενα σκυλί κοιμάται στη σκιά της μουριάς. Μια γυναίκα βγαίνει στο απέναντι μπαλκόνι και τινάζει ένα τραπεζομάντιλο. Απ' το πεζοδρόμιο περνάει ένας πιτσιρικάς με ποδήλατο, ένας γέρος με μαγκούρα, δυο κορίτσια με ξώπλατα και σορτσάκια, μαυρισμένα κιόλας απ' τα μπάνια. Κοιτάς τον κόσμο που γυρίζει γεμάτος βουή, σκληρός και αδιάφορος, και σκέφτεσαι πως, τελικά, η ζωή είναι ωραία. Και βαθιά μέσα σου?ή μπορεί όχι και τόσο βαθιά?χαίρεσαι που δεν σε λένε Λύκο, που δεν είσαι ψηλός και μακρυμάλλης, που δεν κουτσαίνεις και που η γυναίκα σου δεν απολύθηκε από ένα μαγαζί που πουλάει ρούχα ή παπούτσια. Και παίρνεις βαθιά ανάσα και σβήνεις το τσιγάρο και γυρνάς στη δουλειά σου. Κι αποφασίζεις πως θα κάνεις ό,τι μπορείς, θα κάνεις ό,τι περνάει απ' το χέρι σου για να μη βρεθείς ποτέ στη θέση του Λύκου. Αποφασίζεις πως, τελικά, σ' ένα κόσμο γεμάτο λύκους, είναι καλύτερο να 'σαι πρόβατο παρά λύκος. Και μάλιστα κουτσός λύκος.
Κι ύστερα, τ' άλλο απόγευμα ή το παράλλο, ο Λύκος έρχεται στη δουλειά για να μαζέψει τα πράγματά του και να χαιρετήσει. Και τυχαίνει εκείνη την ώρα να 'σαι πάλι στο μπαλκόνι και κάποιος θα πει: Να ρε. Ο Λύκος. Αυτόνα σουτάρανε προχτές.
Και συ σκύβεις απ' το μπαλκόνι και κοιτάς τον τύπο που ανεβαίνει αργά τις σκάλες και λες: Αυτός; Αυτός είναι ο Λύκος; Ρε σεις αυτόν τον ξέρω.
Και θα θυμηθείς μια νύχτα φέτος το χειμώνα που χιόνιζε -Γενάρης θα 'ταν ή Φλεβάρης. Θα θυμηθείς που είχες αργήσει πάλι να φύγεις απ' τη δουλειά κι όταν κατέβηκες στο πάρκινγκ βρήκες τ' αμάξι σκεπασμένο με είκοσι, τριάντα πόντους χιόνι. Και στάθηκες μες στην παγωνιά και κοίταξες το κάτασπρο, απείραχτο σεντόνι που άστραφτε στο μισοσκόταδο και δε σου 'κανε καρδιά να το χαλάσεις. Μα έπρεπε να το κάνεις. Επρεπε να καθαρίσεις τ' αμάξι, να μπεις μέσα, να βάλεις μπρος τη μηχανή, να φύγεις. Γιατί ήσουν πάλι ψόφιος απ' την κούραση κι ήθελες να γυρίσεις μια ώρα αρχύτερα σπίτι, να φας, να ζεσταθείς, να ξεχάσεις -να κοιμηθείς έναν ύπνο βαρύ κι ασήκωτο, χωρίς όνειρα, μπροστά στην τηλεόραση. Αρχισες, λοιπόν, να καθαρίζεις το χιόνι απ' το παμπρίζ μα ήταν τα χέρια σου γυμνά και γρήγορα κοκάλωσαν απ' το κρύο. Και στάθηκες ανήμπορος μες στην παγωνιά τρίβοντας τα χέρια σου που 'χαν ξυλιάσει κι ένιωθες την απόγνωση να μουδιάζει την καρδιά σου, ώσπου ήρθε κοντά ένας τύπος με σκούφο, κασκόλ και γάντια και σε ρώτησε τι τρέχει αδερφέ. Και συ του 'πες το και το, οπότε πήγε στ' αμάξι του κι έβγαλε απ' το πορτμπαγκάζ ένα φαράσι και σου 'πε να βάλεις μπρος τη μηχανή και να γυρίσεις τον ζεστό αέρα στο παμπρίζ -όχι το αιρκοντίσιον, σκέτο τον αέρα.
Κι ύστερα έσκυψε πάνω στο παμπρίζ και άρχισε να καθαρίζει με γρήγορες κοφτές κινήσεις το χιόνι. Επειτα καθάρισε τα παράθυρα και το πίσω τζάμι. Και συ, καθισμένος μες στ' αμάξι, στα ζεστά, τον κοίταγες που δούλευε σοβαρός, με τα χνώτα του ν' αχνίζουν κι αναρωτιόσουν τι σόι τύπος ήταν αυτός και γιατί μπήκε στον κόπο να βοηθήσει έναν άγνωστο, έναν άχρηστο σαν και σένα. Κι όταν τέλειωσε σήκωσε τους γυαλοκαθαριστήρες κι έτριψε το χιόνι που 'χε πετρώσει στο τζάμι. Υστερα σου 'κανε νόημα -όλα εντάξει- και σου 'πε να προσέχεις -με το μαλακό το φρένο, είναι γυαλί ο δρόμος- κι έφυγε. Και δεν πρόλαβες ούτε να τον ευχαριστήσεις γιατί η καλοσύνη του σ' είχε μουδιάσει πιο πολύ κι από το κρύο. Και στο δρόμο τον σκεφτόσουν συνεχώς και απορούσες. Κι ύστερα, φτάνοντας σπίτι, το ξέχασες κι αυτό, όπως ξέχασες τόσα πράγματα, τόσους ανθρώπους στη ζωή σου.
Και τώρα, καθώς τον βλέπεις ν' ανεβαίνει αργά τις σκάλες, σέρνοντας το πόδι του σε κάθε σκαλοπάτι, θυμάσαι που κείνο το βράδυ ούτε που πρόσεξες πως κούτσαινε. Ούτε που πήρες χαμπάρι ότι άφησες έναν άνθρωπο κουτσό να σου ξεχιονίσει τ' αμάξι, χωρίς ένα ευχαριστώ. Και σκέφτεσαι, τώρα που τον κοιτάς, να κατέβεις κάτω να του πεις κάτι. Να του θυμίσεις τι έγινε κείνο το βράδυ, να τον ευχαριστήσεις έστω και τώρα, τόσους μήνες μετά, έστω κι αν δεν ξέρεις πώς τον λένε -Γιάννη, Κώστα, Νίκο, Τάκη.
Αυτά σκέφτεσαι να κάνεις. Αλλά δεν κάνεις τίποτα. Δεν κατεβαίνεις κάτω, δεν πας να του μιλήσεις. Τι να του πεις;
Στέκεσαι στο μπαλκόνι κι ανάβεις τσιγάρο και σε λίγο τον βλέπεις που βγαίνει κρατώντας μια βαριά κούτα. Σταματάει στα σκαλιά και ρίχνει μια ματιά τριγύρω σα χαμένος. Κι ύστερα κάνει επιτόπου στροφή και κοιτάει το πελώριο κτίριο που ορθώνεται μπροστά του και βλέπεις το πρόσωπό του κι ανατριχιάζεις. Κάτασπρος. Πρώτη φορά βλέπεις άνθρωπο με τόσο άσπρο πρόσωπο. Κάτασπρος. Ανατριχιάζεις. Αναρωτιέσαι αν θα είσαι και συ έτσι κάτασπρος αν -χτύπα ξύλο- βρεθείς κάποια μέρα στη θέση του. Και τότε πετάς το τσιγάρο και κατεβαίνεις τρέχοντας τις σκάλες -δεν περιμένεις τ' ασανσέρ- και τον προλαβαίνεις την ώρα που βάζει την κούτα στο πορτμπαγκάζ. Λαχανιασμένος πας κοντά και του λες το και το. Θυμάσαι, του λες. Θυμάσαι κείνη τη νύχτα με τα χιόνια; Το 'χεις ακόμα το φαράσι; Οχι ότι το χρειαζόμαστε δηλαδή. Ιούνης μήνας μπήκε. Θα μου πεις βέβαια στον καταραμένο τόπο όλα γίνονται.
Τέτοιες κρυάδες του λες και κείνος στέκεται και σε κοιτάει απορημένος, τρίβοντας τις παλάμες του που κοκκίνισαν απ' το κουβάλημα. Κάτασπρος σα χαρτί. Και το στόμα του μια μαύρη μολυβιά.
Ναι, λέει στο τέλος. Τώρα θυμήθηκα. Το μπλε Νισάν.
Μαύρο, λες εσύ. Μαύρο είναι.
Σου ρίχνει μια βιαστική ματιά, προσπαθώντας μάλλον να καταλάβει αν είσαι τόσο ηλίθιος όσο φαίνεται ότι είσαι. Κι ύστερα λέει μάλιστα, λοιπόν τα λέμε, και κλείνει το πορτμπαγκάζ και πάει να μπει στ' αμάξι.
Και τότε σου 'ρχεται μια τρελή ιδέα.
Κάνεις κέφι να κατέβουμε Πειραιά, τον ρωτάς. Κερνάω τσίπουρα. Ετσι για το φαράσι. Για το φχαριστώ δηλαδή.
Το πιθανότερο, θα σου πει όχι. Από πού κι ωσπού δηλαδή. Εχει ο άνθρωπος τον καημό του, οι βόλτες του λείπανε. Και μ' ένα τύπο που δεν ξέρει ούτε τ' όνομά του. Δεν πας καλά μου φαίνεται. Καθόλου καλά.
Μπορεί και να σου πει ναι όμως. Ναι. Μπορεί να σου πει ναι. Και τότε σου κατεβαίνει μια άλλη ιδέα, ακόμα πιο τρελή. Περιμένεις δέκα λεπτά, τον ρωτάς. Μπορείς να περιμένεις; Σε δέκα λεπτάκια είμαι πίσω. Και μπαίνεις στ' αμάξι και φεύγεις βολίδα κι ούτε σε νοιάζει που τα παράτησες όλα χύμα στο γραφείο κι όλοι θα ψάχνουν να σε βρουν.
Στο σπίτι τιγκάρεις με πάγο το ψυγειάκι και ρίχνεις μέσα δυο μπουκάλες Αποστολάκη με γλυκάνισο, ψωμί, τυρί, ντομάτες -ό,τι βρεις. Και στο δρόμο του γυρισμού η καρδιά σου πάει να σπάσει γιατί φοβάσαι πως ο Λύκος θα 'χει φύγει. Αλλά όχι. Είναι ακόμα εκεί, καθισμένος στο καπό του αμαξιού και καπνίζει. Κάτασπρος. Κάτασπρος σαν άνθρωπος που είδε φάντασμα και δεν μπορεί ακόμα να συνέλθει.
Ετοιμος, του λες. Φύγαμε.
Κατεβαίνετε Πειραιά και στο δρόμο πότε μιλάτε, πότε όχι. Κι όλο σκέφτεσαι ν' απλώσεις το χέρι και να του τσιμπήσεις τα μάγουλα να κοκκινίσουν λίγο. Φτάνετε στην Πειραϊκή και κατεβαίνετε στα βράχια κάτω απ' το σταυρό κι ανοίγεις το ψυγείο και βγάζεις την μπουκάλα κι όλα τ' άλλα.
Ποτήρι στο ποτήρι, μπουκιά στην μπουκιά, η ασπρίλα αρχίζει να χάνεται απ' το πρόσωπό του. Μιλάει για τα παλιά. Λέει πως όταν ήταν μικρός, στο σχολείο όλοι τον πείραζαν για τ' όνομά του. Ερχεται ο Λύκος, λέγανε και πέφτανε στα τέσσερα και σήκωναν ψηλά το κεφάλι και φώναζαν αούουου. Και τη γυναίκα μου, λέει, κάπως έτσι τη γνώρισα. Σ' ένα αποκριάτικο πάρτι. Ητανε ντυμένη Κοκκινοσκουφίτσα. Σε κοιτάει για μια στιγμή σοβαρός και μετά βάζει τα γέλια. Γελάς κι εσύ. Γελάτε μαζί, δυνατά, με κέφι. Γελάτε σαν άνθρωποι που 'χαν χρόνια να γελάσουν.
Κι ύστερα, όταν έχεις ανοίξει πια το δεύτερο μπουκάλι, σου ζητάει να πεις και συ μια ιστορία.
Πες μου μια ιστορία, λέει. Με καλό τέλος. Ανάβεις τσιγάρο και φυσάς τον καπνό και γυρίζεις το ποτήρι στο χέρι σου, ακούγοντας τα παγάκια να κουδουνίζουν. Και θες να του πεις ότι καμιά ιστορία δεν έχει τέλος -καλό ή άσχημο. Μα δε θέλεις κιόλας να τον στεναχωρήσεις. Μένεις για κάμποση ώρα αμίλητος. Μυρίζεις την αρμύρα, ακούς τα κύματα που σκάνε στα βράχια. Αμίλητος κοιτάς τη μαύρη θάλασσα, τα φώτα των καραβιών που τρεμοσβήνουν στο βάθος.
Κι ύστερα παίρνεις βαθιά ανάσα κι αρχίζεις να μιλάς: Εχουν και τα καλά τους οι απολύσεις. Γνωρίζεις κόσμο. Βγαίνεις, ας πούμε, στο μπαλκόνι για τσιγάρο και κάποιος λέει: Τα μάθατε ρε; Απολύσανε τον Λύκο..."

(Είναι του Χρήστου Οικονόμου. Δημοσιευμενο εδώ)

Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

Tα πραγματα που αξίζουν στη ζωή, δεν είναι πραγματα

Πολλές ευχές, πολλοί αγαπημένοι, φίλοι, δωρακια, αφιερώσεις, μερα γενεθλίων σήμερα, ντε.
Πολλές υπεροχες ευχές, με μηνυματα, τηλεφωνήματα, το ενα δεκατο να πιασει, ουου φτανει και με το παραπανω.
Φετος παρα πολλές ευχές ήρθαν μεσω του facebook (καινούριο κοσκινάκι μου...), όμορφα ήταν, αα ψεμματα δε λέω!
Σας ευχαριστώ όλους!
Ο Νάσος μου ευχηθηκε ("χρόνια πολλά και σου εύχομαι να αποκτήσεις όλα αυτά τα ...πράγματα που λέει αυτό το τραγουδάκι!") με ενα καταπληκτικό τραγούδι,
"Πραγματα", Μαυρη Μαγιονέζα,με αυτα που αξίζουν, όπως "η μυρωδιά στο λαιμό σου μερικά καλά βιβλία", "εσύ που με κάνεις κάθε μέρα να ελπίζω" και αλλα που τα λεει μιααα χαρα το τραγούδι (με όλα συμφωνω, κι αν δεν τα γραφω όλα μπορείς να τα ακούσεις τραγουδιστα, ακόμα καλύτερα!)

Έτσι, να μην ξεχνιόμαστε, "...αν δεν το βλέπεις να στο γράψω και με πιο μεγάλα γράμματα τα πράγματα που αξίζουν στη ζωή δεν είναι πράγματα"

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

δυο λόγια, δυο τραγούδια, ένα ανεκδοτο, μία-δύο-τρεις καλημέρες!

Εχω να απαντήσω σε πολλά σχόλια, θα το κάνω, συγγνώμη που το αργώ.
Εχω να βάψω δύο δωμάτια, να δώσω μια παραγγελία, να οργανώσω τις υπολοιπες εργασίες, να μετακομισοσυγυρίσοαλλαξω ενα ολόκληρο σπίτι, μετα να θυμηθώ να ξεκουραστώ, να τελειώσω όμως πρωτα όλες τις υποχρεώσεις, αξιοποιώντας την καλοκαιρινή άδεια.
Όμως τωρα θελω να ακούσουμε δύο τραγούδια, να γελάσουμε με ενα ανεκδοτο (τα ρημάδια, τα διαβαζω, τα ακούω και μετα πασχίζω να τα θυμηθώ - επ, μην το πείτε στη Σαββίνα!-αυτό είναι γραμμενο για αυτό απλώς το αντιγράφω, Μαρία Ψ. ευχαριστώ!)


"Μια ρουφηξιά είναι η ζωή,
μια ανάσα,
ένας στεναγμός στο δροσερό αέρα..."


"είτε λίγοι, είτε πολλοί,
είναι κρίμα την ψυχή μας
να τη λιώνουν σαν κερί.
Ας κοιτάξουμε μαζί
να σκοτώσουμ' ένα τέρας,
που παντού μάς απειλεί.
Γιατί, αλήθεια, ελευθερία,
γεννημένη από σεισμούς,
είναι έξω από τα κράτη
κι έξω απ' τους θεσμούς.
Έχει απ' τον ήλιο κάτι
κι από τους αστερισμούς..."

(Γιώργο Α., Αλέξη Β., ευχαριστώ που μου τα θυμήσατε)

Και το ανεκδοτο, εχει και τιτλο παρακαλώ.
Σοβαροφάνεια; τι είναι αυτό;


"Nα γιατί οι άντρες δεν πρέπει να δίνουν συμβουλές σε περιοδικά για γυναίκες"

Αγαπητέ Γιώργο,
Ελπίζω να μπορείς να με βοηθήσεις! Τις προάλλες, έφυγα για τη δουλειά μου αφήνοντας τον σύζυγό μου στο σπίτι να βλέπει τηλεόραση όπως συνήθως. Δεν είχα απομακρυνθεί πάνω από 500 μέτρα όταν το αυτοκίνητο άρχισε να κάνει διακοπές και έσβησε. Το πάρκαρα στην άκρη και πήγα με τα πόδια πίσω στο σπίτι για να ζητήσω βοήθεια από τον σύζυγό μου.
Όταν μπήκα στο σπίτι δεν πίστευα στα μάτια μου! Τον βρήκα στην κρεβατοκάμαρά μας με την κόρη των γειτόνων μας. Εγώ είμαι 52, ο σύζυγός μου 54 και η κόρη των γειτόνων μας 22. Είμαστε χρόνια παντρεμένοι. Όταν άρχισα να τον ρωτάω, μου αποκάλυψε ότι έχει σχέση μαζί της τους τελευταίους 6 μήνες. Του είπα να διακόψει αλλιώς θα έφευγα. Είναι άνεργος τους τελευταίους 6 μήνες και νιώθει άχρηστος και θλιμμένος. Τον αγαπώ πάρα πολύ, αλλά από τη μέρα που του έθεσα το τελεσίγραφο γίνεται όλο και πιο απόμακρος. Δε θέλει να πάει σε σύμβουλο γάμου και φοβάμαι ότι δεν αντέχω άλλο αυτή τη κατάσταση.
Μπορείς να με βοηθήσεις?
Μαρία
———————————————————
Αγαπητή Μαρία
Όταν ένα αυτοκίνητο κάνει διακοπές και σβήνει μετά από τόσο μικρή απόσταση, αυτό μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους. Ξεκίνα ελέγχοντας αν υπάρχουν σκουπίδια στο σωληνάκι του καυσίμου. Αν είναι καθαρό, έλεγξε την πολλαπλή εισαγωγής και επίσης τα καλώδια της γείωσης. Αν τίποτε από αυτά δε σου λύνει το πρόβλημα, τότε μπορεί να είναι ελαττωματική η αντλία βενζίνης, δημιουργώντας χαμηλή παροχή πίεσης στα μπεκ ψεκασμού.
Ελπίζω να σε βοήθησα
Γιώργος


Καλημέρα, καλημέρα, καλημέρα!!!